Δοκίμιο για τη Φανταστική Λογοτεχνία, μέρος 2ο

του Σταμάτη Μαμούτου


Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το δοκίμιο του Σταμάτη Μαμούτου, το οποίο επισκοπεί τη διαχρονικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας. Στο προηγούμενο τεύχος δημοσιεύθηκε το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του δοκιμίου. Σε εκείνο, ο Σταμάτης Μαμούτος απηχώντας τις θέσεις της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, παρουσίασε τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μπορεί να οριοθετηθεί το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας και καταπιάστηκε με τα κείμενά της που δημιουργήθηκαν κατά την εποχή της αρχαιότητας. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται το δεύτερο μέρος του δοκιμίου. Σε αυτό, ο συγγραφέας περιγράφει την εξέλιξη της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά τον Μεσαίωνα, το πέρασμα στα χρόνια της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης και την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού.

III

Κατά την επισκόπηση της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας που επιχειρήσαμε να κάνουμε μέχρι εδώ, εξάγαμε το συμπέρασμα ότι ο πρώτος της κύκλος, παρουσίασε μια άρρηκτη σύνδεση με τις αρχαίες παραδόσεις και τις πατρογονικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Ουσιαστικά, αποτέλεσε προέκταση των αρχαίων τρόπων, καταφέρνοντας -εκτός από το να τέρψει διαδοχικές γενεές αναγνωστών- να αποτυπώσει με τον καλύτερο τρόπο τις δομές και τα κυριότερα χαρακτηριστικά των αρχαίων πολιτισμών.

Φυσικά, εκτός από τη θρησκεία και τις ιδιαίτερες καλλιτεχνικές εκφράσεις, στον κόσμο της αρχαιότητας είχε διαμορφωθεί και μια κυρίαρχη ηθική. Τα κυριότερα στοιχεία της ηθικής του κόσμου εκείνου ήταν το θάρρος, η ρώμη, η τάξη, η ισχύς, η δικαιοσύνη, η επιδίωξη της ευτυχίας, καθώς επίσης και η δύναμη για τη διασφάλιση της ικανοποίησης όλων των αναγκών που πήγαζαν από τις ηθικές αυτές αρχές. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται διάχυτα στα έργα της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας και μάλιστα με τρόπο τέτοιο, ώστε να συμβάλουν καίρια στη διαμόρφωση του γενικότερου χαρακτήρα τους, κάνοντάς τα να αποκτήσουν τα γνωρίσματα που τα εντάσσουν, σύμφωνα με τον τρόπο οργάνωσης που προκρίνει το συγκεκριμένο δοκίμιο, σε έναν κοινό λογοτεχνικό κύκλο.

Ωστόσο, η έλευση του χριστιανισμού έφερε στο προσκήνιο μια νέα ηθική. Την ηθική της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης, της αγάπης για τον Θεό, της περιφρόνησης των επίγειων αγαθών, της αμαρτίας και της πίστης στη μετά θάνατον ζωή. Η επικράτηση του χριστιανισμού στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η αποδοχή του ως επίσημης θρησκείας από το κράτος, έθεσε τα θεμέλια για μια πολιτισμική αλλαγή στην Ευρώπη. Το σβήσιμο της αρχαίας θρησκείας σήμανε το τέλος των αρχαίων τρόπων και το τέλος της αρχαίας εποχής. Η συνολική κατάρρευση του αρχαίου πλαισίου οδήγησε, όπως ήταν αναμενόμενο, στο κλείσιμο του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας, εφόσον τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά και τα στοιχεία της αρχαίας ηθικής που αντανακλούσαν στα έργα του κύκλου αυτού είχαν περάσει στο παρασκήνιο της ιστορίας. Θα μπορούσε, όμως, η εξέλιξη αυτή να οδηγήσει στην οριστική εξαφάνιση της λογοτεχνίας του φανταστικού;

Η απάντηση που μας έδωσε η ιστορία είναι ένα μεγαλοπρεπές, όχι. Και πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό μέσα στα πολιτισμικά πλαίσια που διαμόρφωσε, κατά κύριο λόγο, μια θρησκεία με έντονη μεταφυσική -μια μεταφυσική που ενεργοποίησε τα μη έλλογα στοιχεία του ανθρωπίνου πνεύματος; Ο χριστιανισμός άφηνε μεγάλα περιθώρια για την ανάπτυξη της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτή άργησε να λάβει χώρα.

Αν στρέψουμε την προσοχή μας στους πρώτους αιώνες κατά τους οποίους ο χριστιανισμός ανήλθε στο προσκήνιο της ιστορίας, θα συναντήσουμε πολιτισμικές και ιστορικές ζυμώσεις, που σε γενικές γραμμές δεν ευνόησαν την ανάπτυξη της λογοτεχνικής δημιουργικότητας. Η πρωτοχριστιανική περίοδος δεν συνοδεύτηκε από κάποια λογοτεχνική έξαρση, αν και στην ιστοριογραφία -καθώς επίσης και στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και τις εικαστικές τέχνες γενικότερα- τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Η φανταστική λογοτεχνία συμπιέστηκε στα πλαίσια της γενικότερης καθίζησης των λογοτεχνικών δρώμενων που συντελέστηκε εκείνη την εποχή.

Πάντως, ο μαρασμός του πνεύματος της φανταστικής λογοτεχνίας κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, αντισταθμίστηκε από τη ζωογόνα δράση των εθνικών παραδόσεων, οι οποίες με τους λαϊκούς θρύλους που γέννησαν, διατήρησαν το αρχαίο πνεύμα του μύθου και της φανταστικής δημιουργικότητας ζωντανό. Μπορεί βέβαια οι συνειδήσεις των Ελλήνων και των περισσότερων από τους υπολοίπους Ευρωπαίους να είχαν δεχθεί έναν δυναμικό μετασχηματισμό, όμως οι πολιτισμικές τους προδιαγραφές εξακολούθησαν να παραμένουν αμετάβλητες. Οι προδιαγραφές αυτές ήταν που στην πάροδο των αιώνων διατήρησαν και διαιώνισαν τις πραγματικότητες των αρχαίων μύθων μέσα στους προφορικούς λαϊκούς θρύλους και στις μεταλαμπαδευόμενες από γενεά σε γενεά δημοτικές παραδόσεις, κρατώντας τη φλόγα της φανταστικής δημιουργικότητας αναμμένη.

Η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε αποτέλεσε το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο γεννήθηκε η ευρωπαϊκή συνείδηση. Το πρώτο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε για να αντιληφθούμε το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα είναι ο μετασχηματισμός του πρωτοχριστιανισμού, στον μεταγενέστερο ευρωπαϊκό χριστιανισμό (και στην περίπτωση της πατρίδας μας, στον ελληνορθόδοξο χριστιανισμό). Ο μετασχηματισμός αυτός ίσως να είχε την αφετηρία του στο γεγονός ότι -με το πέρασμα του χρόνου- οι Εβραίοι χριστιανοί μειώθηκαν σε ελάχιστους. Η πλειοψηφία του ιουδαϊκού λαού ακολούθησε τη μωσαϊκή θρησκεία, κι έτσι ο χριστιανισμός απέμεινε ως θρησκευτική κληρονομιά κυρίως των Ευρωπαίων. Η έλλειψη των Εβραίων πιστών, απομάκρυνε σε κάποιο βαθμό τον χριστιανισμό από την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία και αποτέλεσε την τομή που χώριζε τη νέα πραγματικότητα από τον αρχαίο κόσμο.

Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη, κάποιες ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν στη σταδιακή απώλεια της παγκοσμιότητας με την οποία είχε πρωτοεμφανιστεί η χριστιανική θρησκεία και στην περιχαράκωσή της μέσα σε πιο εθνικά και τοπικά πλαίσια. Οι ιεράρχες που με το πέρασμα των χρόνων ήταν ως επί το πλείστον Ευρωπαίοι στην καταγωγή, στην παιδεία και στη συνείδηση, άρχισαν να εκδηλώνουν τους στοχασμούς και τις δραστηριότητές τους, που είχαν ελληνικό ή ρωμαϊκό φιλοσοφικό υπόβαθρο, εντός των πλαισίων της χριστιανικής θρησκείας. Μαζί με αυτούς απελευθερώθηκαν και οι πολιτισμικές δυνατότητες των κοσμικών. Έτσι, ενώ στα πρωτοχριστιανικά χρόνια η προβολή για παράδειγμα της ελληνικής εθνικότητας και του αρχαίου πολιτισμού εθεωρείτο συμπεριφορά μη αποδεκτή, σταδιακά η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει. Ήδη, στα έργα του Αγίου Αυγουστίνου είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στοιχεία της αρχαίας σκέψης, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην «Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος» που μας άφησε. Με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότεροι καλλιεργημένοι άντρες με αρχαιοελληνική παιδεία έγιναν ιεράρχες.

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνέβαλλε τα μέγιστα στην περιθωριοποίηση και στον τελικό μαρασμό της αρχαίας θρησκείας. Ωστόσο, οι επιρροές δεν ήταν μονόπλευρες. Η αυτοκρατορική επισημοποίηση έδωσε στη νέα θρησκεία ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και επέφερε, εν καιρώ, το μετασχηματισμό του πρωτοχριστιανισμού στον ευρωπαϊκό χριστιανισμό. Έκτοτε, η απλότητα και η λιτότητα των τελετών και των χριστιανικών δραστηριοτήτων, έδωσε τη θέση της στην αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια της επίσημης θρησκείας. Η αλλαγή αυτή, οδήγησε στη δημιουργία ανάλογων τελετών, επιβλητικών ναών και πλούσιων διακοσμήσεων. Η χριστιανική ηθική, συνδέθηκε κι αυτή με τις δομές της αρχαίας κουλτούρας που είχαν επιβιώσει. Ως συνέπεια όλων αυτών, η τέχνη δέχτηκε μια νέα ώθηση. Η λογοτεχνία, ωστόσο, άργησε να επωφεληθεί και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να επανέλθει στο προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων.

Συνυφασμένος με τις πολιτισμικές και θρησκευτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη μεταξύ του 50 μ.Χ και του τέταρτου αιώνα μ.Χ -αλλά και στους αμέσως επόμενους αιώνες- ήταν κι ένας γεωπολιτικός μετασχηματισμός. Οι βόρειοι λαοί των Κελτών και των Γερμανών, που ζούσαν βασισμένοι στις παραδοσιακές προαρχαϊκές παγανιστικές παραδόσεις τους, αφού συγκρούστηκαν με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, εισήλθαν τελικά στα πλαίσιά της. Οι ήττες από το ρωμαϊκό στρατό και αργότερα ο κοινός κίνδυνος των μογγολικών φυλών που εισέβαλλαν στην Ευρώπη, έκαναν τους βόρειους Ευρωπαίους να συμμαχήσουν αναγκαστικά με τη Ρώμη. Η συμμαχία αυτή δεν έγινε όμως με τους όρους της κατάκτησης. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όντας αποδυναμωμένη κι έχοντας ανάγκη τη βοήθεια των Γερμανικών φυλών, παραχώρησε στους επικεφαλείς πολεμιστές τους ένα διοικητικό σύστημα, η παγίωση του οποίου οδήγησε με τον καιρό την κεντρική Ευρώπη στην επικράτηση της φεουδαρχίας.

Οι βόρειες ευρωπαϊκές φυλές μπορεί να εκχριστιανίστηκαν, αλλά πέρασαν στη φάση αυτή αμέσως μετά την προαρχαϊκή ιστορική τους εποχή, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο «κλασικό» χρονικό διάστημα, όπως συνέβη με τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Έτσι, διοχέτευσαν την πλέον έντονη και σφριγηλή προαρχαϊκή τους φαντασία στα πλαίσια της χριστιανικής παράδοσης, δημιουργώντας νέες πολιτισμικές προοπτικές. Η επικράτηση του φεουδαρχικού συστήματος εν συνεχεία, «έκλεισε» τον χριστιανισμό σε τοπικά και εθνικά όρια, γεγονός που βοήθησε στην ακόμη μεγαλύτερη προσαρμογή του στα πρότυπα των εθνικών παραδόσεων και των λαϊκών θρύλων.

Πέρα από τις πολιτισμικές ζυμώσεις, υπήρξαν και κάποιες αμιγώς πολιτικές εξελίξεις που βοήθησαν τη φαντασία να εκδηλωθεί, αρχικά στις λαϊκές παραδόσεις και αργότερα στη λογοτεχνία. Η πολιτική υφή του συστήματος της μεσαιωνικής αριστοκρατίας βασίστηκε σε μια δομή στρατιωτικού χαρακτήρα, που ήταν ανάλογη με εκείνη της ομηρικής εποχής. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο γεννήθηκε το ιδεώδες του ιπποτισμού, το οποίο έμελλε να συνδεθεί άρρηκτα με την επαναφορά της φανταστικής λογοτεχνίας στο προσκήνιο των λογοτεχνικών πραγμάτων. Ο τρόπος ζωής των ιπποτών που βασιζόταν στην ανδρεία, στον ηρωισμό, στην αναζήτηση της περιπέτειας και στον πόλεμο, συνδέθηκε με την αρχαία ηθική της ομηρικής εποχής και φλόγισε την μεσαιωνική λογοτεχνική φαντασία, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν.

Οι περιστάσεις άρχισαν να γίνονται ευνοϊκές προς αυτή την κατεύθυνση, έπειτα από ορισμένες σημαντικές ιστορικές εξελίξεις. Στην ανατολική Ευρώπη, η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε παγιωθεί ως η μεγάλη πολιτική, πολιτισμική και στρατιωτική δύναμη της περιοχής. Οι πόλεμοι στους οποίους ενεπλάκη ήταν συχνοί –άλλοτε νικηφόροι και άλλοτε όχι. Ωστόσο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάφερνε να διατηρεί ισχυρή τη γεωστρατηγική δυναμική της και να σταθεροποιεί τη ζωή των υπηκόων της. Μάλιστα, με το πέρασμα των χρόνων η επιρροή της ελληνικής παράδοσης μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο στα πλαίσια της βυζαντινής παιδείας, μέχρι που τελικά η ιστορική συγκυρία της στρατιωτικής αναδίπλωσης οδήγησε την αυτοκρατορία στο να περιοριστεί, κατά κύριο λόγο, σε ελληνικά εδάφη και να καταστεί ουσιαστικά ένα ελληνικό βασίλειο. Από την άλλη, στη δυτική Ευρώπη η ημερομηνία ορόσημο ήταν το έτος 800 μ.Χ, όταν ο Πάπας Λέοντας ο Γ΄ αναγνώρισε επίσημα το φραγκικό κράτος και τον ηγέτη του Καρλομάγνο ως ρωμαίο αυτοκράτορα. Ο Καρλομάγνος έχοντας υπό το κραταιό του χέρι και το φωτισμένο του πνεύμα την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, κατάφερε να δημιουργήσει στο κέντρο της Ευρώπης μια κρατική σταθερότητα και να σταματήσει τους εκτοπισμούς που προκαλούσαν οι αλλεπάλληλες εισβολές των διαφόρων φυλών. Η σταθερότητα αυτή βοήθησε τους δυτικοευρωπαίους να εγκατασταθούν μόνιμα σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Τους χάρισε, δηλαδή, μια πατρίδα. Κι όπως μας μαρτυρά η ιστορική εμπειρία, το πνεύμα χρειάζεται μια πατρίδα για να γεννηθεί. Όταν με τη συνθήκη του Βερντέν το 843 μ.Χ, οι τρεις εγγονοί του Καρλομάγνου μοιράστηκαν το φραγκικό βασίλειο, ο διαχωρισμός έγινε στη βάση των τριών εθνικών οργανισμών που αναδείχτηκαν -δηλαδή του Ιταλικού, του Γερμανικού και του Γαλλικού. Οι εθνικοί αυτοί οργανισμοί, μαζί με τους βρετανικούς που απέκτησαν υπόσταση τον 10ο αιώνα μ.Χ, τους ιβηρικούς που έχοντας την εμπειρία του αραβικού ζυγού διαμόρφωσαν ιδιάζουσες φυσιογνωμίες, τους σκανδιναβικούς και τους σλαβικούς, συγκρότησαν την ευρωπαϊκή προσωπικότητα κατά το μεσαίωνα.

Οι απαρχές του νεώτερου δυτικού κόσμου είχαν δομηθεί. Στον κόσμο αυτό, όπως πολύ ωραία περιγράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην ΄΄Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος΄΄, «το ελληνικό πνεύμα έδωσε το μέτρο του ωραίου, του αγαθού και της αλήθειας (και της φανταστικής δημιουργικότητας θα προσθέταμε εμείς, βασιζόμενοι στα όσα έχουμε αναφέρει περί της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας), οι Ρωμαίοι την έννοια του οργανωμένου κράτους, ο χριστιανισμός την έντονη υποκειμενική ψυχή και οι βόρειοι λαοί, το ακμαίο τους αίμα και την παιδική τους φαντασία, που μέσα στους μαγικούς δρυμούς του βορρά είχε ασκηθεί στα πιο παράξενα οράματα». Τα ευρωπαϊκά έθνη, έχοντας αποκτήσει τη νεότερη συλλογική αυτοσυνειδησία τους, ήταν έτοιμα να βαδίσουν σε ατραπούς πολιτισμικής καταξίωσης. Όπως έχουμε προαναφέρει η λογοτεχνία αποτέλεσε ένα από τα πεδία που άργησε να αναπτυχθεί μέσα στη νέα πραγματικότητα. Όταν το έκανε, για άλλη μια φορά, όπως συνέβη και στην αρχαιότητα άλλωστε, η φανταστική λογοτεχνία κυριάρχησε.

Όπως είδαμε και πριν, η φανταστική δημιουργικότητα επιβίωσε κατά τους πρώτους μεσαιωνικούς αιώνες μέσα από τους λαϊκούς θρύλους και τις εθνικές παραδόσεις. Τον 7ο αιώνα μ.Χ, τα κατορθώματα των ηρώων και οι αρχαίες παγανιστικές θρησκευτικές παραδόσεις των Κελτών, των Σλάβων και κυρίως των Γερμανών, αποτέλεσαν τα πεδία εντός των οποίων ασκήθηκε το φαντασιακό ανθρώπινο στοιχείο, αλλά και άρχισε να σφυρηλατείται το πνεύμα του δεύτερου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας. Τα χαρακτηριστικότερα προμηνύματα του λογοτεχνικού φανταστικού κύκλου που επρόκειτο να δημιουργηθεί, αποτέλεσαν η Έδδα και η Σάγα. Η Έδδα είναι συλλογή μυθολογικών, ηρωικών και γνωμικών ποιημάτων που εμφανίστηκαν προφορικά στην Ισλανδία τον 7ο αιώνα μ.Χ και φαίνεται ότι συνετέθησαν σε γραπτή ενότητα από τον 10ο μέχρι τον 13ο αιώνα μ.Χ.

Η συλλογή αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Την αρχαία Έδδα και την Έδδα του Σνόρι, που γράφτηκε σε πεζό λόγο από τον Σνόρι Στούρλουσον, γύρω στο 1220 μ.Χ. Η Έδδα αποτελεί μαρτυρία για τον πολιτισμό των αρχαίων γερμανικών λαών και περιγράφει τις περιπέτειες των θεών και των ηρώων του γερμανικού πάνθεον, όπως για παράδειγμα του Όντιν, του Θωρ, του Τυρ, του Ζίγκφριντ και των Νιμπελούνγκεν. Η Σάγα, από την άλλη, αποτέλεσε αφήγηση σε πεζό λόγο, που μαρτυρίες τη θέλουν να υπήρξε από τον 10ο αιώνα μ.Χ σε προφορική μορφή και να πέρασε στο γραπτό λόγο τον 12ο αιώνα μ.Χ. Οι Σάγες ήταν αποτελέσματα της ποιητικής των σκαλδών (σκανδιναβών ποιητών) που συνετέθησαν από νορβηγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Ισλανδία. Αργότερα, κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ, όταν ο δεύτερος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας είχε παρουσιάσει τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά δημιουργήματά του, οι Σάγες συγχωνεύτηκαν με τα ιπποτικά ποιήματα.

Οι θρησκευτικές και ηρωικές αυτές αφηγήσεις, λειτούργησαν ως οι ισχυρότεροι σύνδεσμοι μεταξύ του κύκλου της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας κι εκείνου της μεσαιωνικής, που άνοιξε κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. Φυσικά, τέτοιες δημιουργίες διαπέρασαν τα χρονικά όρια της γέννησης του δεύτερου κύκλου και συνέχισαν να εμφανίζονται μέσα στα πλαίσιά του. Δεν μπορούμε, όμως, να τις εντάξουμε σε αυτόν, ούτε και να ταυτίσουμε την αρχική τους εμφάνιση με το άνοιγμά του (δεύτερου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας), γιατί το περιεχόμενό τους, κατά κύριο λόγο, παρουσιάζει θεματολογική ομοιότητα με την αρχαία φανταστική λογοτεχνία και όχι με τη μεσαιωνική, η οποία απέδωσε τους καρπούς της στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 11ου και του 14ου αιώνα μ.Χ. Τα έργα αυτά αποτελούν την αντιστοιχία της ορφικής, ομηρικής και ησιόδειας ελληνικής ποίησης, με τη διαφορά όμως ότι ήρθαν στο προσκήνιο της ιστορίας δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, πράγμα που σημαίνει -σύμφωνα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη των λογοτεχνικών κύκλων- ότι δεν ανήκουν ούτε στον πρώτο ούτε και στο δεύτερο, αλλά αποτελούν ενδιάμεσους συνδέσμους τους. Στο δεύτερο κύκλο, ωστόσο, μπορούν να υπαχθούν οι Σάγες, που συνδέθηκαν σε επίπεδο θεματολογίας με τα υπόλοιπα έργα του κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ. Πάντως, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η ποιότητα των έργων αυτών είναι αδιαμφισβήτητη και η αξία τους ανεκτίμητη, ασχέτως του τρόπου που υπάγονται στους ιδεοτύπους αυτού του δοκιμίου.

Το πρώτο δείγμα του λογοτεχνικού είδους που θα σφυρηλατούσε το δεύτερο κύκλο της φανταστικής λογοτεχνίας παρουσιάστηκε γραπτώς τον 11ο αιώνα μ.Χ. στην κεντρική Ευρώπη. Πρόκειται για το γαλλικό ηρωικό έπος που έφερε τον τίτλο «Το τραγούδι του Ρολάνδου». Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ειδικών, το ηρωικό αυτό άσμα άρχισε να πλάθεται από την εποχή του Καρλομάγνου, στις αρχές δηλαδή του 9ου αιώνα μ.Χ. Ωστόσο, το παλαιότερο χειρόγραφο του έργου ανάγεται στον 11ο αιώνα μ.Χ. Το «Τραγούδι του Ρολάνδου» είναι γραμμένο σε γλώσσα φτωχή, αλλά επιδεικνύει αυστηρή συνοχή στο περιεχόμενο και επική λιτότητα στη μορφή. Είναι ξεκάθαρο ότι εκφράζει και τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Το έργο ξαναγράφτηκε και στους επόμενους αιώνες -σύμφωνα με τη μεσαιωνική λογοτεχνική συνήθεια- και εμπλουτίστηκε με επιπλέον στοιχεία. Στο παλαιότερο χειρόγραφο ονομάζεται ως δημιουργός του ο Τερούλ. Στην αφήγηση αυτού του χειρογράφου, ο Τερούλ διηγείται την ιστορία του ήρωα Ρολάνδου, που στο πλευρό του βασιλιά Καρλομάγνου, πολεμά στην Ισπανία για να υπερασπιστεί τη χριστιανοσύνη από τους Σαρακηνούς. Στην εξέλιξη του έργου οι γενναίοι σκοτώνονται ηρωικά ο ένας ύστερα από τον άλλο και στο τέλος μένουν μοναχά δύο στο πεδίο της μάχης, ο Ρολάνδος και ο Αρχιεπίσκοπος. Οι Άραβες φοβούνται να τους πλησιάσουν, αλλά τους τραυματίζουν θανάσιμα από μακριά και τους αφήνουν ετοιμοθάνατους και αήττητους στο πεδίο της μάχης. Ο Καρλομάγνος μοιρολογά μπροστά στο πτώμα του Ρολάνδου, ενώ υμνικές αναφορές προς το γαλλικό έθνος διανθίζουν συχνά το έργο. Ο Ρολάνδος και οι μάχες με τους Σαρακηνούς είναι δημιουργήματα της ποιητικής φαντασίας, αλλά στο έργο υπάρχουν και πολλά ιστορικά πρόσωπα και στοιχεία, όπως για παράδειγμα ο βασιλιάς Καρλομάγνος.

Εκείνο που έχει σημασία να αντιληφθούμε είναι ότι με το έργο αυτό γεννήθηκε ο χαρακτήρας της μεσαιωνικής φανταστικής λογοτεχνίας. Ο χαρακτήρας αυτός αρθρώθηκε πάνω σε ένα κύριο στοιχείο, τον ιπποτισμό. Η αναζωπύρωση της δημιουργικότητας που αφορούσε τη φανταστική λογοτεχνία ήρθε σε μια εποχή που οι κοινωνικές της δομές είχαν πολλά κοινά με εκείνες της ομηρικής εποχής. Συνεπώς, η παραλληλία στη λογοτεχνική δημιουργικότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί αναμενόμενη. Όταν η λογοτεχνική αυτή δημιουργικότητα διοχέτευσε τις εκφράσεις της στην μεσαιωνική πραγματικότητα των ιπποτών και των σταυροφόρων, εναρμόνισε το πνεύμα της σε μια χρονική ολότητα με την εποχή της. Αν μη τι άλλο, ο φεουδαλικός μεσαίωνας χαρακτηρίστηκε από την ύπαρξη πληθώρας γενναίων πολεμιστών που, όπως ήταν φυσικό, με τα κατορθώματά τους διεκδίκησαν κι αυτοί το μερίδιό τους μέσα στη φανταστική λογοτεχνία. Όταν, λοιπόν, η θεματολογία των έργων πέρασε από την αρχαιότητα και τους ήρωες της πρώιμης ιστορίας σε εκείνους του μεσαίωνα κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ, γεννήθηκε ο δεύτερος κύκλος της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ο κύκλος των «μεσαιωνικών ιπποτικών ποιημάτων».

Όσον αφορά τη δυτική Ευρώπη, στο δεύτερο κύκλο της φανταστικής λογοτεχνίας δυνάμεθα να αναγνωρίσουμε τρεις ενότητες έργων. Η πρώτη είναι η καρολίγγεια ενότητα, η οποία έχοντας ως αφετηρία «Το τραγούδι του Ρολάνδου», καταπιάστηκε με τους θρύλους που αφορούσαν τον βασιλιά Καρλομάγνο. Η δεύτερη είναι η κλασική ενότητα. Σε αυτήν υπάγονται ιπποτικά μεσαιωνικά έργα που παρουσιάζουν ανάμικτα χριστιανικά και αρχαιοελληνικά στοιχεία. Όπως προαναφέραμε, η σύμπτυξη του χριστιανισμού και των αρχαίων παραδόσεων, δημιούργησε την ενότητα της προσωπικότητας των ευρωπαϊκών εθνών. Όταν ο χαρακτήρας της προσωπικότητας αυτής άρχισε να αποκρυσταλλώνεται, η αρχαία γραμματεία επανήλθε στο προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων. Έτσι, τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά λογοτεχνικά έργα διαδόθηκαν, μέσω της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην ανατολή και της λατινικής επικράτησης στη δύση, σε ολόκληρο σχεδόν το γεωγραφικό πλάτος της Ευρώπης. Η ανάγνωση των επών του Ομήρου αλλά και των κειμένων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, συγκλόνισαν κυριολεκτικά την μεσαιωνική Ευρώπη. Η επίδρασή τους ήταν τόσο καταλυτική, έτσι ώστε η θεματολογία τους να θεωρηθεί από τα ευρωπαϊκά έθνη εξόχως οικεία, πράγμα που τα έκανε να συγχωνευθούν τελικά με τις εθνικές τους παραδόσεις και με τον μεσαιωνικό χριστιανικό μυστικισμό. Η συγχώνευση αυτή οδήγησε στη συγγραφή των λογοτεχνικών έργων της κλασικής ενότητας. Οι αφηγήσεις των εν λόγω έργων συγκεντρώθηκαν γύρω από ειδικούς πυρήνες, κυριότεροι εκ των οποίων ήταν ο τρωικός πόλεμος, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Θήβες. Η πρώτη μεσαιωνική αφήγηση για τον τρωικό πόλεμο είναι ανώνυμη, γράφτηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ και έχει τον τίτλο «Ιστορία περί της καταστροφής της Τροίας». Ωστόσο, το λογοτεχνικό αυτό είδος ευδοκίμησε, όπως και τα υπόλοιπα ιπποτικά ποιήματα που συγκροτούν τον δεύτερο κύκλο της φανταστικής λογοτεχνίας, από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα μ.Χ. Μερικά ενδεικτικά έργα αυτής της ενότητας είναι το «Μυθιστόρημα της Τροίας» που έγραψε το 1165 μ.Χ ο Γάλλος Μπενουά ντε Σαιντ Μωρ, ο «Τρωικός πόλεμος» που γράφτηκε από τον Γερμανό φον Βύρτσμπουργκ το 1280 και το ανώνυμο «Τρωικό χρονικό» που γράφτηκε στην Ισπανία το 1350. Φυσικά δημιουργήθηκαν δεκάδες ακόμη τέτοια έργα, όπως επίσης και άλλα τόσα λογοτεχνικά κείμενα που αφορούν το Μέγα Αλέξανδρο και τις Θήβες. Το πρώτο έργο της κλασικής ενότητας που εντάσσεται στον δεύτερο κύκλο της φανταστικής λογοτεχνίας, αφορά τον Μέγα Αλέξανδρο και γράφτηκε τον 11ο αιώνα μ.Χ στη Γαλλία από κάποιον συγγραφέα που ονομαζόταν Αλβέριχος και καταγόταν από την Μπριανσόν. Ωστόσο, πέρα από την καρολίγγεια και την κλασική, θα πρέπει να μην λησμονούμε και την τρίτη ενότητα του δεύτερου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας που είναι και η πιο ποιοτική. Αυτή είναι η βρετονική ενότητα, η οποία έμεινε στην ιστορία με αυτό το όνομα επειδή τα πρώτα κείμενά της δημιουργήθηκαν στην Μεγάλη Βρετανία και τη γαλλική Βρετάνη. Εντός των πλαισίων της, από το 12ο αιώνα μ.Χ κι έπειτα, δημιουργήθηκαν τα έργα που καταπιάστηκαν με τις περιπέτειες του βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών του. Η πρώτη αξιόλογη συλλογή μύθων για τον Αρθούρο θεωρείται η «Ιστορία των βασιλέων της Βρετανίας» που έγραψε ο Τζέφφρυ Μόνμωθ το 1135. Τα έργα της βρετονικής ενότητας εκτός από τον Αρθούρο και τα κατορθώματά του, επικεντρώθηκαν συχνά και στον μάγο Μέρλιν, στον ιππότη Λάνσελοτ και στο άγιο Γκράαλ. Οι αναφορές στην «στρογγυλή τράπεζα», στο «άγιο δισκοπότηρο Γκράαλ», στον Τριστάνο, στην Ιζόλδη και στο μυθικό νησί Άβαλον, έχουν τις ρίζες τους στα εν λόγω κείμενα. Ο συγγραφέας που ξεχώρισε κατά τον 12ο αιώνα μ.Χ ήταν ο Γάλλος Κρετιέν ντε Τρουά, που έγραψε τα «Έρεκ», «Λανσελότος», «Ιβαίν» και «Περσεβάλ». Το 1393 μ.Χ, ο Ζαν Αράς έγραψε την θρυλική «Ιστορία της Μελουζίνας». Με το πέρασμα του χρόνου, τα έργα της βρετονικής ενότητας διέρρηξαν τα όρια της γαλλικής Βρετάνης και της Βρετανίας, για να επικρατήσουν σταδιακά στην Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες. Δεκάδες συγγραφείς τα διασκεύασαν ή εμπνεύστηκαν από αυτά για να δημιουργήσουν παρόμοια έργα. Στη Γερμανία ο Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ έγραψε το «Τριστάνος και Ιζόλδη» και ο Βόλφραμ φον Έσσενμπαχ, μετέτρεψε τον «Περσεβάλ» του Τρουά, στον «Ιππότη Πάρσιφαλ», δημιουργώντας το πιο επιτυχημένο, ίσως, μεσαιωνικό ιπποτικό ποίημα. Στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. στη Γερμανία, δημιουργήθηκαν και δυο ηρωικά έπη που συγχώνευσαν τις εικόνες των γερμανικών λαϊκών παραδόσεων με τις επιρροές των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Τα έπη αυτά ήταν «Το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν» και το «Γκούντρουν». Έργα που εντάσσονται στη βρετονική ενότητα συνέχισαν να δημιουργούνται σποραδικά ακόμη και μετά το κλείσιμο του δευτέρου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, τον 15ο αιώνα μ.Χ. ο Τόμας Μάλορυ έγραψε τις «Ιστορίες του βασιλιά Αρθρούρου», ενώ Κουντρέτ διασκεύασε την «Ιστορία της Μελουζίνας» του Ζαν Αράς. Η διασκευή αυτή αποτελεί και τη μοναδική ολοκληρωμένη αφήγηση του μυθιστορήματος που διασώθηκε και διαβάζεται μέχρι σήμερα.

Την εποχή που στη δυτική Ευρώπη συνέβαιναν όλα αυτά, στην ανατολική –και κυρίως εκεί όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο- η φανταστική λογοτεχνία πορεύτηκε προς το δεύτερο κύκλο της, μέσω των ακριτικών τραγουδιών. Αυτά ήταν επικά δημοτικά τραγούδια των ακριτών πολεμιστών που διακρίνονταν για το έντονο υπερφυσικό τους στοιχείο. Ακριτικά τραγούδια φαίνεται ότι υπήρχαν από τον 9ο αιώνα μ.Χ. Η εξέλιξη των τραγουδιών αυτών ήταν το έπος του «Διγενή Ακρίτα» που γράφτηκε τον 11ο αιώνα μ.Χ. –μάλλον από κάποιον μοναχό- και εξιστορεί τα κατορθώματα του θρυλικού ήρωα Βασιλείου Διγενή Ακρίτα εναντίον των εμίρηδων της Συρίας και της Μεσοποταμίας, καθώς επίσης κι εναντίον των ληστών στα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Τον 12ο αιώνα μ.Χ εμφανίστηκαν και στον ελληνικό χώρο ιπποτικά μυθιστορήματα, τα οποία ωστόσο δεν ήταν της ίδιας ποιότητας με αυτά της δύσης. Κορυφαίο ελληνικό ιπποτικό μυθιστόρημα θεωρείται από πολλούς το «Καλλίμαχος και Χρυσορροή» του Ανδρόνικου Κομνηνού. Σε αυτό περιγράφονται οι περιπέτειες του Καλλιμάχου που, ως πριγκιπόπουλο και ιππότης, αγωνίζεται για να απελευθερώσει την αγαπημένη του Χρυσορροή από το κάστρο ενός δράκου. Τα υπόλοιπα ιπποτικά έργα ήταν τα «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Ιμπέριος και Μαργαρώνα», «Φλώριος και Πλατζιαφλώρα».


Το ιπποτικό μυθιστόρημα, όπως ήταν φυσικό, παρουσίασε μεγάλη θεματολογική ομοιότητα με τα αρχαία έπη. Βέβαια, οι επιρροές του χριστιανισμού ήταν έντονες, αλλά χρησιμοποιούμενες ως ένα επιπλέον χαρακτηριστικό φαντασίας δεν αλλοίωσαν την ατμόσφαιρα, το αντίθετο μάλιστα της έδωσαν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Εκεί που οι νέες επιρροές δημιούργησαν εμφανή διαφορετικότητα, ήταν στη φιλοσοφία των έργων. Η ηθική και οι πράξεις των ηρώων κρίνονταν πλέον βάση των νέων θρησκευτικών δεδομένων. Δεν ξέρουμε αν ήταν αυτός ο λόγος που οδήγησε σε μια αισθητή μείωση της ποιότητας σε σχέση με τα αρχαία έπη, ξέρουμε όμως ότι επέδρασε και θετικά, δίνοντας την ευκαιρία να αναπτυχθούν νέες καταστάσεις στη φανταστική δημιουργία, όπως το ανεξήγητο, το υπερβατικό και το μυστηριώδες. Το σίγουρο πάντως είναι πως στο επίκεντρο των έργων αυτών, όπως συνέβη και στα αρχαία έπη, βρέθηκε ο ηρωισμός, η περιπετειώδης αφήγηση και η προβολή χαρακτήρων με ξεχωριστά χαρίσματα και εγωιστικές εξάρσεις, οι οποίες ωστόσο αποτέλεσαν την πιο δυναμική προέκταση των πολιτισμικών δομών του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου που τις είχε γεννήσει. Δηλαδή, την ανάδειξη ανθρωπίνων τύπων ηρωικών κι ξεχωριστών. Όχι, όμως, εξατομικευμένων στα πλαίσια της νεωτερικής ατομικιστικής αντίληψης που θέλει τους ανθρώπους άναρχα αυτονομημένους και ολοκληρωτικά αποσχισμένους από το περιβάλλον τους. Αντίθετα, η πρόκριση του ηρωικού αρχετύπου στην αρχαία και στη μεσαιωνική επική λογοτεχνία, αποτέλεσε προέκταση και θρίαμβο των πιο δυνατών και υγιών πολιτιστικών μορφών της οικογένειας, της κοινωνίας, του έθνους κι ενδεχομένως της ευρύτερης ευρωπαϊκής ομοεθνίας, οι οποίες εκδηλώθηκαν σε κάποιους προικισμένους λογοτεχνικούς χαρακτήρες με έντονο τρόπο και μεγάλη διαύγεια. Τόσο ο Ιάσονας του Ορφέα (ή ο Αχιλλέας του Ομήρου), όσο και ο Καλλίμαχος του Ανδρόνικου Κομνηνού αποτέλεσαν κεντρικές λογοτεχνικές μορφές, που ξεχώρισαν από τα υπόλοιπα πρόσωπα των έργων, όχι επειδή έκαναν κάτι εντελώς διαφορετικό, μα γιατί υπηρέτησαν με άριστο τρόπο κάποιες κοινωνικές και εθνικές αξίες, οι οποίες επικρατούσαν την εποχή που γράφτηκε το κάθε έργο, πράγμα που δεν ήταν σε θέση να κάνουν τόσο αποτελεσματικά οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές. Βλέπουμε δηλαδή, ότι ο πυρήνας της φιλοσοφίας του ήρωα των αρχαίων επών και των μεσαιωνικών ποιημάτων είναι κοινός, άσχετα από τις μορφικές και ποιοτικές τους διαφοροποιήσεις. Θα πρέπει πάντως να επισημάνουμε ότι μέσα από τα ιπποτικά μυθιστορήματα της δύσης, άρχισε να κλονίζεται η απόλυτη επικράτηση του «αγαλματένιου» και ακέραιου ήρωα και να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του ο ήρωας της άπειρης υποκειμενικότητας, με τις αντιφάσεις και τους συγκρουόμενους εσωτερικούς κόσμους. Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να το προσμετρήσουμε στις επιρροές που έφερε ο χριστιανισμός στη λογοτεχνία. Μολαταύτα, η εμφάνιση του νέου αυτού ήρωα, δεν επισκίασε σε καμιά περίπτωση την ισχυρή παρουσία του διαχρονικού παραδοσιακού ηρωικού λογοτεχνικού χαρακτήρα.

Θα πρέπει βέβαια να συμπληρώσουμε ότι στον «μεσαιωνικό ιπποτικό κύκλο», πλάι στο αρρενωπό ηρωικό στοιχείο άρχισε να αναπτύσσεται και το ερωτικό. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δόθηκε έμφαση και στην τρομακτική υποβολή, η οποία αποτέλεσε προέκταση της άπειρης φύσης και της υποκειμενικότητας που παρουσίασε ο χαρακτήρας κάποιων ηρώων.

Στα πλαίσια της οργανικής τους σχέσης με τα αρχαία έπη, τα δημώδη ιπποτικά ποιήματα του μεσαίωνα απέκτησαν πραγματική κοινωνική δυναμική, αφού με την προώθηση του ηρωικού αρχετύπου βρήκαν την ευκαιρία να προβάλλουν ιδεώδεις και ανώτερους τρόπους συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα την αυταπάρνηση για το κοινό καλό, τη θυσία των υλικών απολαβών για χάρη ενός μεγάλου έρωτα απέναντι στην καθημερινότητα κλπ. Το σημείο στο οποίο εντοπίζεται μια έντονη διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός ότι στα έργα του πρώτου φανταστικού κύκλου η έμπνευση ήταν προσκολλημένη σε μεγάλο βαθμό πάνω σε γεγονότα που ήταν (και είναι) ευρέως πιστευτά ως αληθινά, σε γεγονότα της ιστορικής πραγματικότητας δηλαδή, όπως για παράδειγμα ο τρωικός πόλεμος και η αργοναυτική εκστρατεία. Αντίθετα, στο δεύτερο κύκλο της λογοτεχνίας του φανταστικού η έμπνευση άρχισε να αποσπάται από την ιστορική πραγματικότητα και να αναφέρεται σε εντελώς φανταστικές και αόριστες καταστάσεις, όπως συνέβη λόγου χάρη στην ερωτική περιπέτεια του Καλλίμαχου και της Χρυσορροής, που διαδραματίστηκε σε ένα αμιγώς φανταστικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό έγινε τελικά λογοτεχνική παράδοση, η οποία επικράτησε και στους μεταγενέστερους κύκλους κι έφτασε μέχρι τις δημιουργίες των ημερών μας.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι εκτός από τις επικές δημιουργίες εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν και κάποια έργα χριστιανικού χαρακτήρα, που είχαν ρεαλιστικό περιεχόμενο και αναφέρονταν στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Κάνουμε αυτή την αναφορά γιατί, όταν με το πέρασμα του χρόνου οι συνθήκες ωρίμασαν και κάποιοι λογοτέχνες δοκίμασαν να συνθέσουν κάτι καινούργιο, μπολιάζοντας τη φαντασία που διέκρινε τα επικά ποιήματα του δεύτερου φανταστικού κύκλου με το ύφος των θρησκευτικών έργων, σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργήθηκαν καταπληκτικά έργα φανταστικού χαρακτήρα με κορυφαίο όλων την Θεία Κωμωδία του Δάντη (αρχές 14ου αιώνα μ.Χ).

Πρέπει ακόμη να επισημάνουμε ότι ο δεύτερος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας διαπεράστηκε από ένα λογοτεχνικό ρεύμα της ανατολής, το οποίο είχε εμφανιστεί κατά τον 8ο με 9ο αιώνα μ.Χ και συνέχισε να εμπλουτίζεται μέχρι και τον 16ο. Η σπουδαία κληρονομιά που μας άφησε αυτό το ρεύμα είναι οι 1000 και 1 νύχτες της Αραβίας. Η ανατολική φανταστική λογοτεχνία ακολούθησε έναν δρόμο παράλληλο με αυτόν της ευρωπαϊκής και στο γεγονός αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση. Όπως προαναφέραμε εμφανίστηκε στο ιστορικό λογοτεχνικό προσκήνιο πολύ μετά το κλείσιμο του κύκλου της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας. Είναι μάλιστα βέβαιο ότι η μία από τις τρεις ισχυρές επιρροές στις οποίες βασίστηκε ήταν η αρχαιοελληνική φανταστική λογοτεχνία, αφού τα κείμενά της αποτέλεσαν τα βασικά μελετήματα των Αράβων κατά την εποχή της δυναστείας των Αβασιδών. Οι άλλες δυο επιρροές ήταν οι ινδικοί μύθοι και οι περσικές παραδόσεις. Το σίγουρο είναι πάντως πως η ανατολική φανταστική λογοτεχνία γεννήθηκε από τις εμπνεύσεις των Αράβων λογοτεχνών και τις επιρροές τους, χωρίς να ακολουθήσει τη γενικότερη ιστορική πορεία της αντίστοιχης ευρωπαϊκής. Αυτό ακριβώς είναι που εννοούμε όταν μιλάμε για την ανεξάρτητη, από τα ευρωπαϊκά δεδομένα, εμφάνισή της. Η συνέχεια της πορείας της ήταν ανάλογη αφού δεν έδειξε να επηρεάζεται από την υποχώρηση των προτύπων της φανταστικής λογοτεχνίας, που άρχισε να υφίσταται στη γηραιά ήπειρο μετά τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι μια από τις περιόδους της ακμής της ήταν κοινή με εκείνη του δεύτερου κύκλου της ευρωπαϊκής φανταστικής λογοτεχνίας. Ούτε, βέβαια, και να διαφωνήσουμε με την εκτίμηση ότι μέσω μιας διαδικασίας αλληλόδρασης, οι δημιουργίες της ενδέχεται να επηρέασαν τους δημιουργούς των έργων του δεύτερου κύκλου. Εκτίμηση που ενδυναμώνετε αν αναλογιστούμε ότι αναφερόμαστε στην εποχή των σταυροφοριών. Συνεπώς, εκείνο που συμπεραίνουμε είναι ότι η μεσαιωνική ανατολική φανταστική λογοτεχνία διαπέρασε τον δεύτερο κύκλο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Κατά την αρχική της εμφάνιση τον 8ο αιώνα μ.Χ. λειτούργησε ως σύνδεσμος μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κύκλου, αργότερα εντάχθηκε στη ολότητα του δεύτερου, αλλά η τελική συνέχειά της μέχρι και τον 16ο αιώνα μ.Χ. δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως συνέχεια ολόκληρου του δεύτερου κύκλου. Η λογοτεχνική έκφραση αυτή μπορεί να έγινε μέρος της ολότητας του δεύτερου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας, αλλά παράλληλα διατήρησε μια ανεξαρτησία κινήσεων την οποία είχε προδιαγράψει η, ανεξαρτητοποιημένη από τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, αρχική εμφάνισή της.

Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για το τέλος του δεύτερου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας, θα οδηγηθούμε σε συμπεράσματα ανάλογα μ’ εκείνα του πρώτου. Κι αυτό γιατί όπως είχαμε προαναφέρει, το τέλος των λογοτεχνικών κύκλων δεν έρχεται απότομα και ξαφνικά, αλλά συντελείται μέσα σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σίγουρα, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι η ολοκλήρωσή του άρχισε από το τέλος του 14ου αιώνα μ. Χ. κι έπειτα. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 14ου και των μέσων του 18ου αιώνα, υπήρξαν φανταστικές δημιουργίες αλλά δεν είχαν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να συγκροτήσουν έναν κύκλο κι έτσι απέκτησαν το ρόλο του συνδέσμου μεταξύ του «μεσαιωνικού ιπποτικού κύκλου» και αυτού που θα ακολουθούσε.

Φαίνεται, πάντως ότι το τέλος του δεύτερου κύκλου συνδέθηκε με την παρακμή της ιπποσύνης και την απώλεια δυνάμεων της εκκλησίας. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης εστιάζεται στο ρόλο του χριστιανισμού και της εκκλησίας. Η χριστιανική θρησκεία όταν πρωτοεμφανίστηκε με ένα νεωτερικό και παγκοσμιοποιημένο πνεύμα οδήγησε την Ευρώπη, με κεντρικό άξονα την εκκλησία, στη ρήξη με την παράδοσή της και στο κλείσιμο του πρώτου κύκλου της λογοτεχνίας του φανταστικού. Όταν, όμως, οι ιστορικές συγκυρίες έκαναν την εκκλησία να αποκτήσει έναν κλειστό ευρωπαϊκό χαρακτήρα και να μετασχηματίσει τη χριστιανική θρησκεία σε πιο οικεία για τα ευρωπαϊκά έθνη πρότυπα, τα πράγματα άλλαξαν. Η εκκλησία μετατράπηκε σε έναν από τους θεματοφύλακες της παράδοσης και συνέβαλε στη γέννηση και στην ανάπτυξη του δεύτερου φανταστικού κύκλου. Το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι η φανταστική λογοτεχνία στον πρώτο, στο δεύτερο, αλλά και στους μεταγενέστερους κύκλους όπως θα δούμε, συνδέεται άρρηκτα με την παράδοση. Όχι μόνο με αυτήν βέβαια. Σίγουρα, όμως, η παράδοση αποτελεί μια από τις πρώτες ουσίες που δίνουν ζωή στα έργα της.



IV

Δοκιμάζοντας να εξετάσουμε την περίοδο κατά την οποία έκλεισε ο δεύτερος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας, θα ήταν ίσως φρόνιμο να σταθούμε σε ένα μνημειώδες ιστορικό γεγονός που αφορά την πατρίδα μας. Το ιστορικό γεγονός αυτό δεν είναι άλλο από την πτώση του ελληνικού βυζαντινού βασιλείου. Στον ελληνικό χώρο του 14ου και του 15ου αιώνα μ.Χ., λίγο πριν την πτώση στην οθωμανοκρατία, έλαβε χώρα η σταθερή εκδήλωση ενός έντονου ενδιαφέροντος προς τις τέχνες, τα γράμματα και κυρίως προς τις επιστήμες4. Πρόκειται για τη λεγόμενη πρώιμη βυζαντινή αναγέννηση. Οι ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεψαν τελικά να εκτυλιχθεί στην πλήρη έκτασή της αυτή η πολιτισμική ανάταση, αφού το ελληνικό βασίλειο έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων αντιπάλων του. Η πτώση αυτή συντελέστηκε την εποχή που το έργο σπουδαίων προσωπικοτήτων της ελληνικής διανόησης, όπως ο Πλήθων Γεμιστός και ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, άνοιγε νέους ορίζοντες σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή σκέψη. Ωστόσο, η μετανάστευση πολλών φορέων του πνεύματος της πρώιμης ελληνικής αναγέννησης στην κοντινή Ιταλία, μετέδωσε το πνεύμα αυτό στη γείτονα χώρα, η οποία το καλλιέργησε και το εξάπλωσε με μεγάλη επιτυχία.

Το πνεύμα της Αναγέννησης που σταδιακά διαχύθηκε σε όλη την Ευρώπη χαρακτηρίστηκε από την έμφαση προς την μελέτη της αρχαίας κλασικής γραμματείας και το έντονο ενδιαφέρον για τον τομέα των επιστημών. Θα πρέπει ωστόσο να σταθούμε στο γεγονός ότι η επιστημονική μελέτη, αντίθετα με το ότι συνέβη στην αρχαιοελληνική διανόηση, ανεξαρτητοποιήθηκε σταδιακά από την πνευματική και καλλιτεχνική ενότητα της ευρωπαϊκής παράδοσης, δημιουργώντας έναν αποσχισμένο και νέο τρόπο αντίληψης των πραγμάτων και αργότερα ένα νέο τρόπο ζωής. Στο συγκεκριμένο σημείο θεωρούν πολλοί -και μάλλον όχι λανθασμένα- ότι βρίσκονται οι ρίζες της νεωτερικότητας5. Ενδεικτική αυτού, ήταν και η εμφάνιση μιας ατομικιστικής πρόσληψης των πραγμάτων, η οποία έβλεπε το άτομο ως αυτόνομο ον που μόνο συνειδητά και με δική του απόφαση εντασσόταν σε ολότητες. Το οργανικό πρότυπο δηλαδή, που μέχρι τότε επικρατούσε ως αντίληψη και ως τρόπος ζωής στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και το οποίο θεωρούσε ότι το άτομο ήταν ζωτικό μέρος ενός οργανισμού (της κοινωνίας, του έθνους) δέχτηκε ένα σημαντικό πλήγμα, ενώ το πρότυπο του ατομιστή, λογικού, υπολογιστή και κερδοσκόπου ανθρώπου άρχισε να κερδίζει έδαφος ως μορφή κοινωνικού ιδεώδους. Η πραγματικότητα αυτή εκφράστηκε στη φιλοσοφία μέσα από τη σκέψη του Μακιαβέλι, ενώ και η περίοδος της Μεταρρύθμισης με την έξοδο του Λουθήρου από το διευρυμένο οίκο του ρωμαιοκαθολικού εκκλησιαστικού οργανισμού και κυρίως με την μεταγενέστερη επικράτηση του Καλβινισμού στο κέντρο της Ευρώπης, αποτέλεσε μια ανάλογη πνευματική επιλογή με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Το νέο αυτό πνεύμα, που με τον καιρό οδηγήθηκε σε μια εργαλειακά ορθολογιστική και αιτιοκρατική μαθηματική αντίληψη των πραγμάτων, κατέληξε στην εγκατάλειψη της αρχαίας και μεσαιωνικής οντολογικής αντίληψης και στην υιοθεσία μιας νοησιαρχικής γνωσιολογίας. Αυτή η εξέλιξη επέφερε συνταρακτικές συνέπειες στην ροή των πραγμάτων. Η Ευρώπη είχε μπει σε έναν κυριολεκτικά πρωτόγνωρο κόσμο.

Τα αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης έγιναν ξεκάθαρα ορατά ενάμιση περίπου αιώνα αργότερα. Κι αυτό, γιατί, τη Μεταρρύθμιση ακολούθησε η περίοδος της Αντιμεταρρύθμισης, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και οι δυνάμεις της παράδοσης εξαπέλυσαν μια αντεπίθεση προκειμένου να σταματήσουν την εξάπλωση των αντιπάλων τους, οι οποίοι εξέφραζαν το νέο πνεύμα. Η προσπάθεια αυτή μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε γενικές γραμμές στέφθηκε με επιτυχία. Ωστόσο, η πολιτική και στρατιωτική επιτυχία δεν αντιστοιχήθηκε σε απόλυτο βαθμό με τα δρώμενα στον χώρο του πνεύματος. Η Αντιμεταρρύθμιση δημιούργησε τη δική της καλλιτεχνική και πνευματική τάση, αλλά κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι εξάλειψε ολοσχερώς τις αντιλήψεις και τις επιρροές του νέου πνεύματος που είχε γεννήσει η Μεταρρύθμιση και γενικότερα η αρχική φάση της Αναγέννησης. Οι νεωτερικές αυτές επιρροές αφομοιώθηκαν από τους διανοητές και τις κοινωνίες και αφού συγχωνεύτηκαν με το παραδοσιακό πνεύμα που υπερασπίστηκαν οι φορείς της Αντιμεταρρύθμισης, δημιούργησαν μια εποχή κατά την οποία οι νεωτερισμοί και οι παραδόσεις ακροβάτησαν σε ένα τεντωμένο σχοινί, με τις τελευταίες βέβαια να έχουν ένα σχετικό προβάδισμα.

Η φανταστική λογοτεχνία μέσα στο οντολογικό πνεύμα της αρχαιότητας και του μεσαίωνα είχε βρει τα απαραίτητα εφόδια για να αναπτυχθεί. Αντίθετα, στα πλαίσια που δημιουργούσε το νέο πνεύμα, οι προοπτικές για κάτι τέτοιο δεν ήταν ευοίωνες. Ήδη από την εποχή της Αναγέννησης μπορούμε να μιλάμε για το οριστικό κλείσιμο του δεύτερου κύκλου. Ακόμη πάντως και μετά την μείωση της δημιουργικής δυναμικής του ιπποτικού μυθιστορήματος και το κλείσιμο του δεύτερου κύκλου, συνέχισαν να παρουσιάζονται σποραδικές δημιουργίες φανταστικής λογοτεχνίας και μάλιστα με πολύ ποιοτικό τρόπο. Τέτοιες ήταν (οι τελευταίες διασκευές των επών της ανατολής και των χιλίων και μίας νυκτών, ενώ στην Ευρώπη) «Ο ερωτευμένος Ορλάνδος» του Μπογιάρντο (τέλη 15ου αιώνα), «Ο μαινόμενος Ορλάνδος» του Αριόστο (μέσα 16ου αιώνα), «Η απελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ» του Τορκουάτο Τάσσο και οι «Λουσιάδες» του Καμόενς (τέλη 16ου αιώνα), ο Χαμένος Παράδεισος του Μίλτον (17ος αιώνας), τα παραμύθια του Σαρλ Περρώ (17ος αιώνας) και φυσικά κάποιες ανεπανάληπτες θεατρικές δουλειές του Σαίξπηρ όπως η «Τρικυμία» και το «Όνειρο θερινής νυκτός». Επίσης, συναντάμε επιρροές φανταστικής λογοτεχνίας μέσα στα ταξιδιωτικά αφηγήματα που προήλθαν από τις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις της εποχής και τα οποία συγγράφηκαν από τα τέλη του 15ου μέχρι και τον 18ο αιώνα ( πχ. ο σερ Γουόλτερ Ράλεϊ πίστευε ότι θα έβρισκε στον Αμαζόνιο τον χρυσωμένο βασιλιά El Dorado, στα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο που είχαν γραφτεί από τον φανταστικό συγγραφέα Ρουστιτσέλο εδραιώθηκε ο μύθος της Καθάης (ανατολής), ενώ στους υπόλοιπους ταξιδιωτικούς αφηγητές όπως ο Αμέριγκο Βεσπούτσι, ο Τζών Μέντβιλ κλπ το μυθολογικό στοιχείο διακρίνεται δύσκολα από το πραγματικό). Το γεγονός ότι οι αφηγητές των ταξιδιών μπόλιαζαν τις περιγραφές τους με μυθολογικά σύμβολα για να προσελκύσουν πολλούς αναγνώστες καταδεικνύει το πόσο ισχυρή ήταν η ταύτιση των κοινωνιών σε λαϊκή βάση, με τους μύθους και τις φανταστικές τους εικόνες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η λογοτεχνία του φανταστικού στο τέλος της εποχής του μεσαίωνα μπορεί να είχε ολοκληρώσει το δεύτερο κύκλο της, ωστόσο είχε καταφέρει να ξεπεράσει τις δυσκολίες της Μεταρρύθμισης, να φτάσει στο πιο φιλικό περιβάλλον της Αντιμεταρρύθμισης και να διανύσει την εν λόγω εποχή παραμένοντας ακόμη ισχυρή.

Τα πράγματα ωστόσο έγιναν σταδιακά όλο και πιο δύσκολα γι’ αυτήν. Το πνεύμα του ορθού Λόγου που είχε αρχίσει να ανεξαρτητοποιείται από τις υπόλοιπες ανθρώπινες γνωστικές δυνάμεις κατά την Αναγέννηση, κυριάρχησε ολοκληρωτικά με μια μηχανιστική μορφή μέσα στο κίνημα του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός αποτέλεσε ένα καινούργιο πλαίσιο ιδεών το οποίο συγκρούστηκε με όλες τις αντιλήψεις που είχαν τις ρίζες τους σε παραδοσιακές κοσμοθεάσεις. Ήταν ένα κίνημα με φιλοσοφική, πολιτική, λογοτεχνική και καλλιτεχνική δυναμική που βρήκε εκφραστές σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και μέσω της πολυσχιδούς αυτής εκφραστικότητάς του, διάχυσε τις καινούργιες ιδέες σε όλο το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η εποχή του Διαφωτισμού άρχισε, ουσιαστικά, στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα μ.Χ, με πρώτους εκφραστές τον Τζον Λοκ, τον Ισαάκ Νεύτωνα (και το Ρακίνα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, βάση της κληρονομιάς που άφησε στο θέατρο) και κορυφώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου. Κύριοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού υπήρξαν ο Βολτέρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ντιντερό, ο Χιουμ, ο ντ’ Αλαμπέρ, ο Καντ, ο Άνταμ Σμίθ, ο Κοντορσέ, ο Σίλερ με τον Γκαίτε μετά από ορισμένες πνευματικές παλινδρομήσεις και αρκετοί άλλοι ακόμη. Ο Διαφωτισμός, μέσω των κύριων εκφράσεών του, αποτέλεσε την πνευματική εκείνη πρόταση η οποία θεώρησε ως ουσία του ανθρώπου τις εξωτερικές συλλήψεις της νόησης και των αισθήσεων και αποθέωσε τον Λόγο μέσα από ένα μηχανιστικό και μαθηματικό είδωλο. Ουσιαστικά, διαμόρφωσε τις πνευματικές εκείνες συνθήκες που οδήγησαν στην εφαρμογή της λογικής σε πρακτικά θέματα της καθημερινότητας, ανοίγοντας το δρόμο για την τεχνοκρατικοποίηση της ζωής και την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας.

Οι δυο ισχυρές τάσεις του Διαφωτισμού ήταν η γαλλική και η βρετανική. Η γαλλική, η οποία ήταν και αυτή που χαρακτήρισε σε μεγαλύτερο βαθμό το Διαφωτισμό, βασίστηκε στην πρόκριση του ορθολογισμού και είχε τον πλέον εργαλειακό χαρακτήρα. Θεώρησε ότι η αποκωδικοποίηση του κόσμου και του νοήματος της ζωής θα έπρεπε να βασιστεί στη μηχανιστική χρήση της λογικής και στους νόμους του αίτιου και του αιτιατού. Η ενστικτώδης σοφία, οι ψυχικές συλλήψεις και οι προβολές της φαντασίας, θα έπρεπε να ξεριζωθούν βιαίως από κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τους Διαφωτιστές, γεννιέται χωρίς πολιτισμικά χαρακτηριστικά, σαν ένας λευκός πίνακας, άρα οι γνώσεις, τα συναισθήματα και η πολιτισμική του συγκρότηση είναι προϊόντα της εμπειρίας και της υλικής γνώσης. Όπως γίνεται σαφές, ο Διαφωτισμός φρόντισε να απογυμνώσει τον άνθρωπο από κάθε εσωτερικό περιεχόμενο και να τον αντιληφθεί, λίγο πολύ, ως έναν έλλογο μηχανισμό. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πάνω σε αυτή τη βασική ιδέα αναπτύχθηκε η υλιστική θεώρηση των πραγμάτων και η διεθνιστική πολιτική κουλτούρα. Η βρετανική τάση από την άλλη, είχε σε γενικές γραμμές τα ίδια χαρακτηριστικά με τη μόνη διαφοροποίηση ότι πρόκρινε τον εμπειρισμό σε ένα πιο προωθημένο επίπεδο από τον ορθολογισμό. Αυτό είχε ως συνέπεια, να εμφανιστούν και διανοητές, όπως για παράδειγμα ο Ν. Χιουμ, που υποστήριξαν ότι οι αισθήσεις παίζουν σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του ανθρώπινου πολιτιστικού υπόβαθρου, απ’ ότι η λογική. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως ο εμπειρισμός συνδέθηκε με κάποιον τρόπο με τη φανταστική λογοτεχνία. Η εμπειριστική θεωρία ήταν προσανατολισμένη αποκλειστικά στα δεδομένα (τις εμπειρίες δηλαδή) της υλικής πραγματικότητας, είχε ατομικιστικό υπόβαθρο πράγμα που σημαίνει ότι άφησε εκτός του οπτικού της πεδίου τις δομές της οργανικότητας με τις οποίες ήταν (και είναι) συνδεδεμένες η μυθολογία, η παράδοση και συνεπώς η φανταστική λογοτεχνία, απλά είχε πιο «βαθιές» διαστάσεις από εκείνη του γαλλικού εργαλειακού ορθολογισμού. Ο εμπειρισμός δεν ξέφυγε σε καμία περίπτωση από το πλαίσιο του Διαφωτισμού και η όποια υποτυπώδης και έμμεση σύνδεσή του με τη φανταστική λογοτεχνία, μπορεί να ανιχνευθεί στο φιλοσοφικό στοχασμό του Ν. Χιουμ, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα κεντρίσματα που επηρέασε, σε κάποιο βαθμό, κάποιους από τους μεταγενέστερους λογοτέχνες του φανταστικού, όπως για παράδειγμα τον Σ Κόλλεριτζ. Είναι σαφές δηλαδή, πως ο εμπειρισμός και η φανταστική λογοτεχνία δεν έχουν καμία ουσιαστική σύνδεση. Σαφές, εξάλλου είναι και το ότι ο Διαφωτισμός, σε όλο το φάσμα της πνευματικότητάς του, υπήρξε μια από τις πραγματικότητες που αντιμετώπισαν με τον πλέον εχθρικό τρόπο τη φανταστική λογοτεχνία. Ακόμη και στις πιο «βαθιές» προσεγγίσεις του Καντ, το φαντασιακό στοιχείο και οι προεκτάσεις του, βρίσκονται σε ένα στάδιο ύπνωσης.

Κυρίαρχο ρόλο εντός της διανόησης του Διαφωτισμού είχε η επιστήμη. Ουσιαστικά, ο Διαφωτισμός γέννησε την έννοια της επιστήμης με τη νεωτερική της μορφή, αναδεικνύοντας την ορθολογική παρατήρηση των υλικών εμπειριών και το πείραμα. Η επιστήμη συνδέθηκε με την έννοια της προόδου. Θεωρήθηκε δηλαδή, ότι η εφαρμογή των λογικών και εμπειρικών γνώσεων θα οδηγούσε σταδιακά στον πλήρη έλεγχο της φύσης από τον άνθρωπο και θα τον ωθούσε προς την κοινωνική απελευθέρωση. Στην τέχνη, η οποία στα πλαίσια του Διαφωτισμού τέθηκε σαφώς σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την επιστήμη, επικράτησε από τη μια η τάση του ακαδημαϊκού κλασικισμού και από την άλλη δημιουργήθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του ρεαλισμού. Έτσι, στη λογοτεχνία εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα των ρεαλιστικών μυθιστορημάτων. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων λογοτεχνών ήταν ο Γάλλος Λακλό (Οι επικίνδυνοι δεσμοί), και από τον ελληνικό χώρο ο Ν. Μαυρογορδάτος με το έργο «Φιλοθέου Πάρεργα». Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι οι διαφωτιστές έδωσαν σημασία στα έργα των μεγάλων θαλασσοπόρων ταξιδευτών, τα οποία όπως έχουμε προαναφέρει αποτέλεσαν μέρη της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, το έκαναν αυτό, όχι γιατί τους ικανοποιούσε η ανάγνωση κειμένων που περιείχαν και φανταστικές διηγήσεις, αλλά γιατί μέσα από τα κείμενα αυτά προσπάθησαν να έρθουν σε μια πρώτη επαφή με ξένους πολιτισμούς, επιλογή που αποτέλεσε προέκταση των διεθνιστικών ανησυχιών τους. Ανάλογο πολιτικό υπόβαθρο είχε και η πρόκριση του κλασικισμού, η οποία εκτός του ότι αποτέλεσε μια καλλιτεχνική επιλογή, εμπεριείχε και μια πολιτική στάση που έστρεφε το ενδιαφέρον του κοινού στην κλασική Αθήνα, την οποία οι διαφωτιστές χρησιμοποίησαν για να περάσουν τα πολιτικά τους μηνύματα που αφορούσαν τη δημοκρατία και τη σύγκρουσή τους με τις μεσαιωνικές αριστοκρατικές δομές. Ύστερα από όσα έχουμε αναφέρει, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι στο πολιτικό επίπεδο η σκέψη των διαφωτιστών γέννησε τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό και αποτέλεσε το ελατήριο που αργότερα ώθησε στην εμφάνιση του μαρξιστικού κομμουνισμού.

Οι γενικότερες εξελίξεις εκείνης της περιόδου καταδεικνύουν ότι ο Διαφωτισμός οδήγησε την Ευρώπη στην εποχή της νεωτερικότητας. Μια εποχή που επιγραμματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι χαρακτηρίστηκε από την απελευθέρωση της οικονομίας από την κοινωνία, από την βιομηχανοποίηση της παραγωγής, από την μηχανοποίηση της ζωής και από την προβολή διεθνιστικών και υλιστικών προσεγγίσεων για την ερμηνεία του κόσμου και της ζωής. Έχοντας μια σφαιρική οπτική της πραγματικότητας που παρουσιάζουμε, δεν είναι δύσκολο να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα. Πρώτα και κύρια, ο Διαφωτισμός έδωσε το πιο ισχυρό χτύπημα στη φανταστική λογοτεχνία κι έπειτα, η προσκόλληση στους ρυθμούς της νεωτερικότητας δεν θα μπορούσε να αφήσει καμιά ευνοϊκή προοπτική για αυτήν. Βλέπουμε δηλαδή, πως το σύμπλεγμα ιδεολογικών, αισθητικών και καλλιτεχνικών απόψεων (αλλά και προοπτικών) του Διαφωτισμού, οδήγησε στην παρακμή την λογοτεχνία του φανταστικού.

Ωστόσο δεν ήταν μόνο η φανταστική λογοτεχνία που πλήχθηκε, αλλά το σύνολο του παραδοσιακού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η επιστημονική επανάσταση και ο εκβιομηχανισμός της παραγωγής, που μαζί με την εργαλειακή ορθολογική ερμηνεία των πραγμάτων και την πίστη στη διεθνιστική καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης, εξέφρασαν το Διαφωτισμό και συνάρμοσαν το ρεύμα της νεωτερικότητας, οδήγησαν στην κοινωνική αποσύνθεση και στην κατάλυση των παραδοσιακών θεσμών. Παίρνοντας ως παράδειγμα την προβολή του κλασικισμού, θα ξεκινήσουμε λέγοντας ότι οι διαφωτιστές με αυτή τους την επιλογή αντανάκλασαν και αντιλήψεις της πολιτικής τους φιλοσοφίας, αναπαράγοντας τη μίμηση των προτύπων που επικρατούσαν στις δημοκρατικές περιόδους της αρχαιότητας, με απώτερο σκοπό, εκτός του να εκφραστούν καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά όπως ήθελαν, να επαναφέρουν στο προσκήνιο με πλάγιο τρόπο την πολιτική αισθητική που επιθυμούσαν. Αυτή ήταν μια ήπια επιλογή. Υπήρξαν, όμως και περιπτώσεις, που οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού οδηγήθηκαν σε πιο ακραίες εκφράσεις, φτάνοντας στο σημείο να διαγράψουν ολοκληρωτικά το μέχρι τότε πολιτιστικό παρελθόν προκειμένου να προβάλλουν ως μοναδικό γνωστικό εργαλείο τις θετικές επιστήμες και τα επιτεύγματά τους6. (Ευτυχώς, ο Ελληνικός Διαφωτισμός μπορεί να αποκεφάλισε όλο τον μεσαιωνικό κόσμο, να άφησε εκτός του οπτικού του πεδίου την ομηρική εποχή και να υπονόμευσε την αξία του μύθου, αλλά τουλάχιστον ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την κλασική ελληνική αρχαιότητα7, πράγμα που αυτόματα έδωσε τη δυνατότητα στα μυθολογικά σχήματα να διατηρήσουν την δύναμή τους μέσα από την κλασσική παιδεία, της οποίας ήταν σε μεγάλο βαθμό δομικά συστατικά, όπως αναφέραμε στην ανάλυση του πρώτου κύκλου). Είτε εξετάσουμε τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της πρώτης και πιο ήπιας προσέγγισης, είτε μέσα από εκείνο της δεύτερης, το γεγονός είναι πως οι διαφωτιστές με το να τοποθετήσουν στην ρίζα κάθε ανθρώπινης λειτουργίας την εργαλειακή νόηση και να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος γεννιέται άνευ ουσίας, σαν λευκός πίνακας που η υπαρξιακή και πολιτισμική του υπόσταση αποτελεί μια αντανάκλαση του φυσικού περιβάλλοντος, κατάφεραν να επιβάλουν μια άκρατη αιτιοκρατία, η οποία εντελώς αυθαίρετα και εξωπραγματικά αγνόησε τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του ανθρωπίνου Είναι και «εκπραγμάτωσε» τη ζωή. Επιπλέον, κατάφερε να απορυθμίσει την οργανική λειτουργία των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στο πλαίσιο αυτό, η εργαλειακή αντίληψη των πραγμάτων και η ταυτόχρονη καταδίκη ενός μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής πολιτισμικής παράδοσης (η οποία έγινε αντιληπτή ως συντηρητική αντιδιαστολή στον οραματισμό ενός παγκοσμιοποιημένου μέλλοντος) δημιούργησε ορισμένες προϋποθέσεις ζωής, στις καλλιτεχνικές προεκτάσεις των οποίων, πολλά έργα της φανταστικής λογοτεχνίας όχι μόνο δεν είχαν θέση, αλλά αποτέλεσαν και περιπτώσεις που υποτίθεται ότι εντός των πλαισίων τους αντανακλούσαν την πραγματικότητα του παλαιού κόσμου που οι διαφωτιστές σκόπευαν να διαλύσουν.

Τελικά, όταν το διαφοροποιημένο -σε σχέση με το χαρακτήρα της λογικής στην αρχαιότητα- πνεύμα του Διαφωτισμού, κυριάρχησε ισοπεδωτικά στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την είσοδο της ευρωπαϊκής κοινωνίας στην εποχή της νεωτερικότητας, τα πολλά έργα της φανταστικής λογοτεχνίας που είχαν αφήσει ως κληρονομιά μέσα από την παράδοση οι γενεές που προηγήθηκαν, πέρασαν σε μια εχθρική ανυποληψία από την επίσημη πνευματική ελίτ εκείνης της εποχής, την ώρα που αυτή έθετε τις βάσεις για την επερχόμενη έκρηξη του ρεαλισμού, του θετικισμού, του υλισμού και του μοντερνισμού μέσα στους κόλπους της νέας εποχής.

Το πνεύμα του Μύθου και της φανταστικής λογοτεχνίας, όμως, δεν ήταν εύκολο να εγκαταλείψει το προσκήνιο των λογοτεχνικών δρώμενων…


Σταμάτης Μαμούτος
Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά,
Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου
(σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον
ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμό-οι περιπέτειες
του λογοτεχνικού θεσμού)
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.
Πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ


Υποσημειώσεις


4) Α.Α. Βασίλιεφ, Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Πάπυρος, τόμος 2.
5) Στο δοκίμιο αυτό όταν αναφέρουμε τη λέξη νεωτερικότητα, εννοούμε την εποχή κατά την οποία ο κυρίαρχος τρόπος ζωής είναι επηρεασμένος από τη βιομηχανική επανάσταση και τα παρεπόμενά της, από την ατομικιστική αντίληψη του ανθρώπου, από την υλιστική και διεθνιστική προοπτική στην απόπειρα ερμηνείας των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και από την ανεξαρτητοποίηση της αγοράς από την κυριαρχία της κοινωνίας.
6) Κ. Θ. Δημαράς, Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός (θέματα νεοελληνικής ιστορίας) εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλας
7) Κ. Θ. Δημαράς, Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός (θέματα νεοελληνικής ιστορίας) εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας
Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Ρήγας Βελεστινλής, εκδόσεις Βουλής των Ελλήνων
Richard Glogg, Η σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδος, εκδ. Καρδαμίστα.